- ἀποδοκιμάζοιτ'
- ἀποδοκιμάζοιτο , ἀποδοκιμάζωreject on scrutinypres opt mp 3rd sgἀποδοκιμάζοιτο , ἀποδοκιμάζωreject on scrutinypres opt mp 3rd sgἀποδοκιμάζοιτε , ἀποδοκιμάζωreject on scrutinypres opt act 2nd plἀποδοκιμάζοιτε , ἀποδοκιμάζωreject on scrutinypres opt act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.